Κυρίες και Κύριοι Συνάδελφοι,
Το νομοσχέδιο «Αναμόρφωση του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας και Ρυθμίσεις Θεμάτων Κοινωνικής Ασφάλισης και άλλες διατάξεις», πολύ δύσκολα θα δικαιολογήσει τον τίτλο του, δηλαδή αναμόρφωση του ΣΕΠΕ.
Προκειμένου να αναμορφώσεις έναν φορέα, ένα οργανισμό ή μία υπηρεσία, πρώτα έχεις διαπιστώσει αναποτελεσματικότητα και δυσλειτουργία.
Αφού συμβεί αυτό οδηγείσαι στις δράσεις εκείνες που θα αλλάξουν τη δομή και θα την κάνουν πιο ευέλικτη και πιο ουσιώδη.
Από τις διατάξεις όμως του παρόντος νομοσχεδίου έχουν κατανοήσει όλοι, πλην των συντακτών του, τη σύγχυση που θα επέλθει και θα μετατρέψει το ΣΕΠΕ σε έναν δυσκίνητο γραφειοκρατικό μηχανισμό.
Με την αναδιάθρωση που επιχειρείται το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων με τη Γενική Γραμματεία Κοινωνικών Ασφαλίσεων θα έχει:
Τρεις διευθύνσεις προσωπικού
Τρεις διευθύνσεις οικονομικού
Τρεις υπηρεσίες πληροφορικής
Τρεις υπηρεσίες εκπαίδευσης
Τρία υπηρεσιακά συμβούλια
Και πέντε γενικές διευθύνσεις συν τις δύο νεοσύστατες για τις οποίες ο Υπουργός δήλωσε στην επιτροπή, ότι πρόκειται για απλές διευθύνσεις.
Θα το δούμε αυτό στην εφαρμογή, όπως θα δούμε, εάν διαλυθούν ή επιβεβαιωθούν οι φήμες που λένε, ότι οι δύο νέες θέσεις Γενικών Διευθυντών ή Διευθυντών δημιουργούνται για να δοθούν σε συνδικαλιστικά στελέχη της κυβερνητικής παράταξης.
Το ΣΕΠΕ λειτούργησε παλιότερα ως υπηρεσία των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων. Το αποτέλεσμα ήταν να αποξενωθεί από το Υπουργείο Εργασίας, να χάσει την ταυτότητα του και να απαξιωθούν οι ελεγκτικοί του μηχανισμοί.
Το ίδιο αρνητικό αποτέλεσμα θα καταγραφεί με την εφαρμογή του νέου νόμου. Με τη σύσταση των νέων υπηρεσιών και την εκχώρηση αρμοδιοτήτων το Υπουργείο θα αδυνατεί να παρέμβει στη λειτουργία του. Εδώ έγκειται και η εκτίμηση ότι θα δημιουργηθεί «καπετανάτο» μέσα στο ίδιο το Υπουργείο και θα δρα ανεξέλεγκτα.
Παράλληλα η άσκηση των αρμοδιοτήτων του ΣΕΠΕ θα αποτελέσει σημείο τριβής αφού πολλές από αυτές επικαλύπτονται από τις υπηρεσίες του Υπουργείου.
Το άρθρα του νομοσχεδίου δεν ξεκαθαρίζουν την κατάσταση αλλά την περιπλέκουν.
Δημιουργείται Διεύθυνση Διοικητικής Υποστήριξης. Οι αρμοδιότητες ασκούνται ήδη από τις κεντρικές υπηρεσίες του Υπουργείου Εργασίας.
Δημιουργείται τμήμα υποστήριξης της ασφάλειας στην εργασία, ενώ οι αρμοδιότητες του ασκούνται ήδη από τη Δ/νση Συνθηκών Υγιεινής και Ασφάλειας.
Ιδρύεται ειδική ομάδα ετοιμότητας και άμεσης παρέμβασης. Οι αρμοδιότητες ασκούνται ήδη από την υπηρεσία ειδικών επιθεωρητών εργασίας του άρθρου 9.
Θεσμοθετούνται 2 ξεχωριστά υπηρεσιακά συμβούλια. Ένα της κεντρικής υπηρεσίας του υπουργείου και ένα της κεντρικής υπηρεσίας του ΣΕΠΕ για να κρίνουν τους ίδιους ανθρώπους.
Όλα αυτά σημαίνουν διόγκωση της γραφειοκρατίας, διόγκωση του κράτους και διάθεση επιπλέον πόρων για τη συντήρηση ενός γιγάντιου μηχανισμού.
Θέλω επίσης να εκφράσω τη διαφωνία μου με την εκχώρηση της αρμοδιότητας για τον έλεγχο του καπνίσματος στους Επιθεωρητές Εργασίας. Το αντικείμενο εργασίας τους είναι εντελώς διαφορετικό από αυτό που τους ζητείται επιπρόσθετα να πράξουν. Είναι ακατανόητη μια τέτοια ενέργεια, γιατί εμποδίζει το κύριο έργο τους. Μάλλον όμως πρόκειται για μία ακόμη δοκιμή εξεύρεσης αξιόπιστου μηχανισμού για την εφαρμογή του αντικαπνιστικού νόμου. Και αυτό βέβαια, έως ότου, η νέα αποτυχία κάνει την κυβέρνηση να ψάχνει πάλι μεταξύ των υπηρεσιών για να στηρίξει το νόμο, που αδυνατεί να εφαρμόσει.
Κυρίες και Κύριοι συνάδελφοι,
Στο υπό συζήτηση νομοσχέδιο φέρνουμε με τη συνάδελφο μου Ευγενία Τσουμάνη τροπολογία – προσθήκη για τη συμπλήρωση και τροποποίηση του παραγράφου 17, του άρθρου 10, του νόμου 3863/10.
Η συγκεκριμένη παράγραφος καθορίζει το όριο ηλικίας για συνταξιοδότηση των ασφαλισμένων στο ΙΚΑ – ΕΤΑΜ μέχρι 31/12/1992 μητέρων ανήλικων τέκνων και για απόδοση μειωμένης σύνταξης.
Ζητάμε να προστεθεί διάταξη ως εξής:
«Αν ο γάμος λυθεί, οι διατάξεις της παραγράφου αυτής εφαρμόζονται και στους διαζευγμένους πατέρες που έχουν την επιμέλεια των ανήλικων τέκνων με αμετάκλητη δικαστική απόφαση».
Στην ίδια παράγραφο προβλέπεται για τους χήρους πατέρες ανάπηρων παιδιών η εφαρμογή των αντίστοιχων διατάξεων για τις μητέρες ανίκανων για κάθε βιοποριστική εργασία παιδιών.
Ζητάμε να τροποποιηθεί και να συμπεριλάβει και τους διαζευγμένους πατέρες που έχουν την επιμέλεια ανάπηρων παιδιών με αμετάκλητη δικαστική απόφαση.
Είναι αδήριτη ανάγκη να στηρίξουμε τον διαζευγμένο πατέρα στην ανατροφή των ανήλικων παιδιών του, των οποίων έχει την επιμέλεια. Η ανάγκη αυτή δεν έχει να κάνει με τίποτα άλλο εκτός από την ενίσχυση του ρόλου του μοναδικού γονέα μέσα στην οικογένεια και ως εκ τούτου στην ενίσχυση της οικογενειακής συνοχής. Στην κρίσιμη αυτή ηλικία τα παιδιά δε θα μεγαλώσουν μόνα. Έχουν ανάγκη τη διαρκή παρουσία του γονέα τους και τη στήριξη του στα προβλήματα τους και στις μαθητικές τους υποχρεώσεις. Παράλληλα ο γονέας θα μπορέσει απρόσκοπτα να ασχοληθεί με τα παιδιά του και παράλληλα να προσπαθήσει να καλύψει το κενό του έτερου γονέα. Σε αντίθετη περίπτωση ένα υπαρκτό οικογενειακό πρόβλημα παραμένει άλυτο.
Όσο για την περίπτωση των διαζευγμένων πατέρων ανάπηρων παιδιών η ανάγκη είναι τόσο ισχυρή, ώστε οτιδήποτε ειπωθεί επιπλέον είναι εκ του περισσού.
Η πολιτεία οφείλει και πρέπει να παράσχει στα πλαίσια αυτά κάθε δυνατό εφόδιο ασκώντας το ρόλο του συμπαραστάτη και εφαρμόζοντας κοινωνικό δίκαιο.
Άλλωστε είναι κάτι που επιτάσσει και η αρχή της ισότητας, αφού ήδη υπάρχουν αντίστοιχες νομοθετικές ρυθμίσεις ειδικής μεταχείρισης για τις μητέρες.
Για τους λόγους αυτούς ζητώ την θετική αντιμετώπιση του Σώματος και ελπίζω στην ανταπόκριση των συναδέλφων μου από όλες τις πτέρυγες.
Σας ευχαριστώ.