Η Μάχη Κλεισούρας Λεχόβου 13&14 Απριλίου 1941 και η αναζήτηση ενός Ήρωα από τους συγγενείς του

Ημ/νία Ανάρτησης: 20 Ιουλίου, 2019

Η Μάχη Κλεισούρας Λεχόβου 13&14 Απριλίου 1941 και η αναζήτηση ενός  Ήρωα από τους συγγενείς του

Μια συγκλονιστική μαρτυρία των απογόνων ενός από τους έλληνες στρατιώτες που έπεσαν για την πατρίδα σε μία από τις σημαντικότερες μάχες του  Β Παγκοσμίου Πολέμου. Ο λόγος για τον Φώτη Τρίχο που  γεννήθηκε στο Σκουτάρο Λέσβου το 1917.

Ήταν Νοέμβριος του 2017 όταν  δεχθήκαμε ένα τηλεφώνημα στο ράδιο Λέχοβο 97.1 στην άλλη άκρη της γραμμής ήταν η κα Βαρβαγιάννη Κατερίνα

 

Η κ Βαρβαγιάννη αναφέρθηκε στην προσπάθεια να βρεθεί στα ίχνη του θείου Φώτη ζήτησε τη βοήθεια μας και με χαρά ανταποκριθήκαμε. Χρειάστηκαν από την ίδια και τον σύζυγο της επιμονή,  θέληση και με την συνδρομή του ΓΕΣ ήρθε το επιθυμητό αποτέλεσμα. Ο νεκρός  ήρωας είναι ανάμεσα στους μη ταυτοποιημένους σωρούς  που είναι θαμμένοι στο Ηρώο του Λεχόβου στην είσοδο από το Αμύνταιο. Με απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου Αμυνταίου και την συνδρομή της Κοινότητας θα αναγραφεί  το όνομα του στο μνημείο.

Οι προσπάθεια αναζήτησης και ταυτοποίησης  των ηρώων ξεκίνησε επί Προεδρίας του αείμνηστου Προέδρου Γεωργίου Γοράντη πριν μια δεκαετία με την ανέγερση του νέου μνημείου και συνεχίζεται προς τιμή και δόξα όσων έχασαν την ζωή τους για την ελευθερία.

Την Κυριακή 21 Ιουλίου 2019 συγγενείς  του ήρωα Φώτη Τρίχου θα είναι στο Λέχοβο στις εκδηλώσεις για το Ολοκαύτωμα στις 23 Ιουλίου 1943

Ακολουθεί το κείμενο της κας  Βαρβαγιάννη την ευχαριστούμε για την δημοσίευση του :

Η ΜΑΧΗ ΚΛΕΙΣΟΥΡΑΣ – ΛΕΧΟΒΟΥ  13 -14 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1941

(Αφιερωμένο στη μνήμη του

 Φώτη Τρίχου και των άλλων πεσόντων από τη Λέσβο στη μάχη αυτή)

 

Επιμέλεια κειμένου : Βαρβαγιάννη Κατερίνα

Ο λόγος του Κώστα Τρίχου ήταν πάντα δωρικός. Δεν περηφανεύτηκε ποτέ για τις μάχες που πήρε μέρος ο ίδιος στο Πόγραδετς και στο Καλιβάτσι. Το θεωρούσε εθνικό χρέος του. Αυτό, όμως, που δεν παρέλειπε ποτέ ήταν η αναφορά στη μάχη που συμμετείχε ο αδελφός του Φώτης. Συγκινημένος διηγούνταν όσα του είχαν μεταφέρει επιζήσαντες συμπολεμιστές για μια ηρωική μάχη αντίστασης, μια μάχη χωρίς επιστροφή σε ένα βουνό κοντά στην Καστοριά που έλαβε χώρα στις 13 με 14 Απριλίου του 1941 και έληξε έπειτα από σφοδρό βομβαρδισμό της γερμανικής αεροπορίας. Δεν ήταν μόνο η θλίψη της απώλειας αλλά και το μόνιμο παράπονο των γονιών και αδελφών του ότι δεν υπήρχε ένα μνήμα για να πάνε να τον κλάψουν.

Κάποια στιγμή, μας ζήτησε να του υποσχεθούμε ότι θα κάνουμε ότι περνάει από το χέρι μας για να βρούμε πού ακριβώς σκοτώθηκε ο Φώτης και να του ανάψουμε ένα κερί. Με μία αόριστη υπόσχεση τον καθησυχάσαμε. Δύο χρόνια αργότερα ο παππούς  έφυγε παίρνοντας μαζί του τις πολύτιμες μνήμες του. Το 2017 αντίκρισα τυχαία μία φωτογραφία του Φώτη με την στρατιωτική στολή του.

Ήταν ένας νέος 24 ετών. Τότε είδα για πρώτη φορά τον πολυαναφερόμενο θείο με τα μάτια του αδελφού του. Δύο μέρες μετά η μητέρα μου (Ευστρατία Βαρβαγιάννη το γένος Τρίχου) έκανε αίτημα στην Στρατολογική Υπηρεσία Βορείου Αιγαίου.  Κάπως έτσι ξεκίνησε το ταξίδι της αναζήτησης του θείου Φώτη. Ύστερα από προσπάθεια 2 ετών τα κομμάτια του πάζλ ενώθηκαν και φανερώθηκε το όμορφο Λέχοβο.

Δεν είμαι ιστορικός, ούτε στρατιωτικός για αυτό συγχωρέστε μου τυχόν παραλείψεις. Δεν φιλοδοξώ να γράψω την ιστορία ενός έτσι κι αλλιώς μαρτυρικού τόπου. Θέλω απλώς να αφηγηθώ την ιστορία του δικού μας ανθρώπου από την αρχή της στράτευσης του μέχρι το τέλος της ζωής του.

Ο Φώτης Τρίχος γεννήθηκε στο Σκουτάρο Λέσβου το 1917. Ήταν το πέμπτο παιδί του Σάββα και της Ασπασίας σε μια πολυμελή οικογένεια με πέντε αγόρια και πέντε κορίτσια.

Στις 4 Ιουλίου 1937 παρουσιάστηκε στον στρατό και στις 18 Δεκεμβρίου του 1938 κατατάχθηκε στο 22ο ΣΠ.  Στις αρχές Αυγούστου μεταφέρεται στην Κομοτηνή και μετατίθεται στο 29ο ΣΠ. Στις 28 Σεπτεμβρίου τοποθετείται στο 30ο φυλάκιο Ορμένιου του 3ου Τάγματος του Σ.Τ. Έβρου και γίνεται σαλπιγκτής. Από την προσωπική του αλληλογραφία γνωρίζουμε ότι από τις 19 Ιανουαρίου 1940 μετατέθηκε στα Δίκαια.

Το 3ο τάγμα συνοριακού τομέα Έβρου αποτελούνταν από τη διλοχία Άρδα (Κυπρίνου ) με τους λόχους : α) Πεντάλοφου και β) Δικαίου.

Το Φεβρουάριο του 1941 ο ΣΤ Έβρου μετονομάζεται σε 80ο ΣΠ και παραμένει στην ίδια περιοχή με την ίδια διάταξη. Στις 18 Φεβρουαρίου ο Φώτης μετατίθεται στο 80ο σύνταγμα πεζικού. Η διλοχία Άρδα στο τέλος Φεβρουαρίου εισάγεται στο 87ο ΣΠ και επανεισάγεται στο 80ο ΣΠ στις 5 Μαρτίου 1941.

Μεταφορά στρατεύματος στο Βέρμιο

Στις 8 Μαρτίου του 1941 το 80ο ΣΠ, κατόπιν διαταγής, μεταφέρεται από τον σιδηροδρομικό σταθμό Διδυμοτείχου στο Αμύνταιο και υπάγεται στις διαταγές της 20ης Μεραρχίας, αφήνοντας στην περιοχή του Έβρου για προκάλυψη 3 λόχους (Πενταλόφου, Χελιδόνας , Μεταξάδων).

Στις 13 Μαρτίου το 80ο ΣΠ ανασυγκροτείται και ενσωματώνονται σε αυτό το 82 και 83 ΣΠ. Στις 16 Μαρτίου, με νυχτερινή πορεία το σύνταγμα ανασυγκροτείται και κατευθύνεται το Ι/80 Τάγμα και το ΙΙ/80 Τάγμα προς τη λίμνη Βεγορίτιδα και το Άνω Γραμματικό, ενώ το ΙΙΙ/80 Τάγμα μένει στο κάτω Γραμματικό. Εκεί οργανώθηκε αμυντικά παρά το δριμύ ψύχος και οι άντρες εκπαιδεύτηκαν σε βολές πολυβόλων , αντιαρματικών χειροβομβίδων κλπ. Στις 5 Απριλίου εντάχθηκε στο σύνταγμα και ο   6 Τομέας  πολυβόλων θέσεων (Ταγματάρχης Τσολοζίδης).

Στις 6 Απριλίου η Γερμανία κηρύττει τον πόλεμο κατά της Ελλάδας. Κατά την προέλαση των Γερμανών προς τα νότια το ελληνοβρετανικό συγκρότημα της γραμμής Καϊμάκτσαλάν κινδυνεύει. Το μεσημέρι της 10ης Απριλίου γίνεται σύσκεψη με την προεδρεία του στρατηγού Ουίλσον στην οποία μετέχουν και οι υποστράτηγοι Καράσος και Μακαίην και ο ταξίαρχος Χάρινγκτον, όπου αποφασίζεται η σύμπτυξη της 20ης και 12ης Μεραρχίας, που με την βοήθεια των βρετανικών δυνάμεων, θα πρέπει να κρατήσει την τοποθεσία Κιρλί – Δερβέν τουλάχιστον για 3 εικοσιτετράωρα.

Για να επιτευχθεί αυτό απαιτούνται 3 νυχτερινές πορείες των ελληνικών μεραρχιών στο ανατολικό τμήμα του όρους Βέρμιο. Βλέποντας όμως ελαφρές εχθρικές δυνάμεις να κατεβαίνουν από την κατακτημένη Φλώρινα, η διοίκηση ΤΣΚΜ (Τμήμα Στρατιάς Κεντρικής Μακεδονίας) αποφασίζει να συμπτύξει  τις 2 μεραρχίες στην τοποθεσία Σινιάτσικο – Βούρινο με αμυντική οργάνωση στη Στενωπό Κλεισούρας (που διέρχεται η οδός από Κιρλί –Δερβέν προς Καστοριά) και στη Στενωπό Βλάστης (που διέρχονταν δευτερεύοντες οδοί).

Η απόφαση πάρθηκε παρά την διαφωνία των ελλήνων αξιωματικών , καθώς η εσπευσμένη μετακίνηση θα είχε αρνητικές επιπτώσεις.

  • Θα εξέθετε τα στρατιωτικά τμήματα στη βεβιασμένη εγκατάλειψη καλά προετοιμασμένων θέσεων
  • Υπήρχε κίνδυνος έκθεσης από την εχθρική παρατήρηση και τις αεροπορικές επιδρομές (η πορεία προς τα δυτικά θα γινόταν τη νύχτα)
  • Για τη μετακίνηση των ανδρών αλλά και του πολεμικού υλικού δεν θα διατίθενται τα ανάλογα αυτοκίνητα και θα εγκαταλείπονταν πολύτιμο υλικό όπως και έγινε. (Η ελληνική πλευρά ζήτησε 150 αυτοκίνητα αλλά η βρετανική διοίκηση πρότεινε 40 εκ των οποίων πολύ λιγότερα μπόρεσαν να χρησιμοποιηθούν με αποτέλεσμα πολλά αντιαρματικά πυροβόλα, πυρομαχικά και άλλο υλικό θα εγκαταλειπόταν καθώς δεν ήταν δυνατό να μεταφερθούν).
  • Δεν υπήρχε χρόνος προετοιμασίας, αναγνώρισης εδάφους, ξεκούρασης, ανεφοδιασμού κλπ.

Ο χρόνος όμως πίεζε. «Οι αντίπαλοι κινούνταν ανταγωνιζόμενοι αλλήλους εις ταχύτητα ……..το ΧΧΧΧ σώμα στρατού στράφηκε κατά των εν Αλβανία ελληνικών δυνάμεων δι΄ ισχυρών τμημάτων» (Alex Buchner, Η Γερμανική εκστρατεία στην Ελλάδα). Τελικά, όμως επικράτησε η γνώμη του στρατηγού Ουίλσον.

Μεταφορά στρατεύματος από το Βέρμιο στην περιοχή  Κλεισούρας – Λεχόβου

Το απόγευμα της 10ης Απριλίου το ΙΙ Τάγμα του 80ου  ΣΠ (Ταγμ. Χριστογιάννης) και το Ι/87 Τάγμα με διοικητή τον Παπαβασιλείου Κωνσταντίνο, συγκεντρώθηκαν στα Κομνηνά και μεταφέρθηκαν με αυτοκίνητα φτάνοντας την επόμενη μέρα, το πρώτο στις 15:00 μεταξύ των υψωμάτων Τζούμα Μάνου (1534μ. ) και Πέτρα Μάρκου (1654 μ.) και το δεύτερο στις 06:00 στα υψώματα Σούμπρετς (1623 μ.) και Σαργονίτσα (1386 μ. ) Λεχόβου. Τα δύο αυτά τμήματα οργανώθηκαν στοιχειωδώς αμυντικά μέσω χιονοθύελλας.

Οι υπόλοιπες μονάδες πεζικού έφτασαν στα Κομνηνά στις 12 Απριλίου μέσα στη νύχτα στις 04:30 σε κακή κατάσταση. Οι άντρες είχαν εκτελέσει διαδρομή 25 – 35 χμ σε ορεινό έδαφος με ραγδαία βροχή και χιονόπτωση, μεταφέροντας το βαρύ οπλισμό στα χέρια. Επιβιβάστηκαν σε 12 αυτοκίνητα τμήματα του Τάγματος πολυβόλων και ο λόχος Όλμων και έφτασαν οδικώς μέχρι την Πτολεμαΐδα.

Τα υπόλοιπα τμήματα ακολούθησαν πεζοί. Μετά από ολιγόωρη στάση συνέχισαν την πορεία τους νωρίς το πρωί της 13ης Απριλίου εξαντλημένοι από την δύσκολη πορεία αλλά και την πείνα αφού δεν υπήρχε ενδιάμεσος εφοδιασμός καθώς η μεταφορά τροφίμων έγινε από άλλη διαδρομή. Έτσι εγκαταλείφθηκαν σταδιακά όλμοι και πολυβόλα αφού ήταν αδύνατον να μεταφερθούν με τα χέρια.

Τα τμήματα του Συντάγματος κινήθηκαν από το Κλειδί μέχρι την Κλεισούρα έχοντας περπατήσει περίπου 70 χμ μέσω λασπωμένων μονοπατιών και καρόδρομων. Το μεσημέρι στις 15:00 άρχισαν να φτάνουν στην Κλεισούρα και το βράδυ οργανώθηκαν υποτυπωδώς για να τοποθετηθούν έχοντας περίπου το μισό ανθρώπινο δυναμικό, το 1/3 του εναπομείναντος βαρέως οπλισμού, ελλείψεις σε πυρομαχικά, ιατρικές προμήθειες, συσκευές επικοινωνίας ( το Σύνταγμα δεν διέθετε ούτε ένα τηλέφωνο) και σε τρόφιμα ( το τμήμα που μετέφερε τα τρόφιμα αιχμαλωτίστηκε από γερμανούς μοτοσικλετιστές στις 10:00 στην κατεστραμμένη γέφυρα του Λεχόβου).

Επιπλέον δεν υπήρχε αεροπορική κάλυψη, κανένα αντιαεροπορικό πολυβόλο ούτε και αντιαρματικό όπλο.

Σε αυτές τις συνθήκες το ελληνικό πεζικό με  Αντισυνταγματάρχη Βασίλειο Μαντζουράνη, θα αγωνιστεί με τα ατομικά τουφέκια και τα οπλοπολυβόλα του 1915 κατά της Γερμανικής Σωματοφυλακής SS Αδόλφος Χίτλερ (Leibstandarte SS Adolf Hitler – LSSAH). Το LSSAH με αρχηγό τον Ταγματάρχη Κουρτ Μάγερ έφερε νίκες στην Αυστρία, στην Πολωνία και στην Γαλλία και θεωρούνταν επίλεκτο τμήμα.

Το γερμανικό πεζικό, περίπου 6500 άνδρες, υποστηριζόταν από άφθονο πυροβολικό, δεκάδες αεροπλάνα και άρματα μάχης. Επίσης διέθετε σύγχρονο για την εποχή οπλισμό, αρκετά πυρομαχικά και άριστα μέσα διαβιβάσεων.

Η μάχη ήταν άνιση και απελπισμένη αλλά ο εχθρός δεν άφηνε περιθώρια χρόνου καθώς στον ελληνικό στρατό που βρισκόταν στο αλβανικό μέτωπο, έπρεπε να δοθεί η δυνατότητα της ελεγχόμενης αποχώρησης και να εξασφαλιστεί η μετακίνηση των συμμαχικών δυνάμεων με ασφάλεια στην δεύτερη αμυντική γραμμή.

Το Λέχοβο

Στις 11 Απριλίου και ενώ η μετακίνηση συνεχιζόταν μέχρι το πρωί της επομένης,  τα τμήματα του στρατεύματος οργανώθηκαν αμυντικά ως εξής :

  • Ι/87 Τάγμα με 2 λόχους του Χ Συνοριακού Τομέα, στην περιοχή της Σαργονίτσας μέχρι Νταούλι
  • Το Ι/80 Τάγμα στα υψώματα Τζούμα Μάνου και νοτιότερα προς Μουρίκι (1151 μ.) – κατάκοπο με το μισό της δύναμής του.
  • Το ΙΙΙ/80 Τάγμα δυτικά του χωριού Κλεισούρας στην ίδια κατάσταση με το προηγούμενο τάγμα.
  • Το ΙΙ/80 Τάγμα στα υψώματα Τζούμα Μάνου (1534 μ.) και Πέτρας Μάρκου.
  • Ο 9ος Λόχος προκαλύψεως στο ύψωμα Νταούλι
  • Το 6ο Τάγμα Πυροβόλων θέσεως, με το μισό της δύναμης του και 10 οπλοπολυβόλα στη δίοδο Νταούλι.

Το ηθικό των στρατιωτών είχε καταπέσει καθώς διαλυμένα τμήματα του συντάγματος Δωδεκανησίων που είχαν συναντηθεί με τα τμήματα του 80ου ΣΠ, είχαν μεταδώσει τον πανικό. Ο Διοικητής του Συντάγματος προσπάθησε να ενθαρρύνει τους συγκεντρωμένους άντρες του Ι/80 και 6ου Τάγματος Πολυβόλων Θέσεως «Εξηγώντας την ανάγκη της αντίστασης,  καθώς κινδύνευε η πατρίς , οι άντρες έδειξαν προθυμία και ζητωκραύγασαν ΖΗΤΩ Η ΕΛΛΑΣ πλην ακούστηκαν και κάποιες φωνές : δεν έχουμε πυρομαχικά, πεινάμε».

 

Έναρξη της μάχης

Την Κυριακή των Βαΐων 13 Απριλίου στις 17:00 οι Γερμανοί επιτίθενται στη Σαργονίτσα από την περιοχή του Λεχόβου με μοτοσικλετιστές συναντώντας ισχυρή αντίσταση από το Ι/87. Ο Κουρτ Μάγερ οργάνωσε το Τάγμα του σε 3 ομάδες επίθεσης με επικεφαλής τον ίδιο και τους αξιωματικούς Κρας και Γιούνσε. Καθώς υπήρχε έντονη αντίσταση από το Ι/87 οι άντρες του δεν υπάκουσαν στις αλλεπάλληλες διαταγές του να επιτεθούν.

Ο Γερμανός αξιωματικός για να τους αναγκάσει να προχωρήσουν εκσφενδόνισε μια χειροβομβίδα. Υποστηριζόμενος από το πυροβολικό και κυρίως από οβίδες και τροχιοδεικτικά βλήματα, κατόρθωσε στις 21:00 να καταλάβει το ύψωμα στη Σαργονίτσα.

Οι Έλληνες στρατιώτες έμειναν έκπληκτοι από τα τροχιοδεικτικά βλήματα και τα παραπετάσματα καπνού που δεν είχαν ξανασυναντήσει και δεν ήξεραν τρόπους αντιμετώπισής τους. Το τάγμα διαλύθηκε και παραδόθηκε, πλην λίγων τμημάτων που συμπτύχθηκαν στα υψώματα 1597 και 1623.

Στις 13:00 το ΙΙΙ/80 Τάγμα ( υπολείμματα διλοχίας) κατέφθασε στην περιοχή με σκοπό να καταλάβει το απολεσθέν ύψωμα και να φράξει το ρήγμα. Το ΙΙΙ/80 με έναν λόχο και δύο διμοιρίες πυροβόλων καθώς και τους εναπομείναντες του Ι/87 Τάγματος, κατέλαβε τα υψώματα 1597 και 1623 και «έθεσε υπό τα πυρά του τις καταληφθείσες υπό του εχθρού θέσεις αναγκάζοντάς το να παραμείνει καθ’ όλη τη νύχτα χωρίς να αποπειραθεί να προχωρήσει νοτιότερα» (Εκδόσεις Διευθύνσεως Ιστορίας Στρατού, Το τέλος μια Εποποιίας , Αθήνα 1959).

Το ΙΙΙ/80 κατάφερε να διατηρήσει την γραμμή ανάσχεσης και να περισυλλέξει τα διασκορπισμένα τμήματα από την προηγούμενη νύχτα. Όλη τη νύχτα διαρκούσε η μάχη με ανταλλαγή πυρών πυροβολικού.

Την Μεγάλη Δευτέρα 14 Απριλίου στις 04:00 τα Γερμανικά στρατεύματα επιτίθενται με σφοδρό βομβαρδισμό από το πυροβολικό και με επίθεση του πεζικού με αυτόματα όπλα, τροχιοδεικτικά βλήματα και κάλυψη προπετάσματος καπνού στον αυχένα Νταούλι και την περιοχή Τζούμα Μάνου. Το 6ο Τάγμα Πυροβόλων Θέσης βαλλόταν ταυτόχρονα, πλευρικά και μετωπικά από το  γερμανικό στράτευμα που  είχε καταλάβει τα υψώματα γύρω από την Σαργονίτσα, αλλά και από εχθρικά άρματα που είχαν διεισδύσει στις γραμμές του. Είχε διαθέσει τον Λόχο των Τουφεκιοφόρων του για την ενίσχυση του αριστερού τμήματος της Μεραρχίας και διέθετε μόνο 10 πολυβόλα με 2000 φυσίγγια ανά πολυβόλο. Με αυτά προσπάθησε να ανακάμψει την επίθεση των Γερμανών . Τα πολυβόλα σιγούν το ένα μετά το άλλο. Άλλα αχρηστεύονται λόγω εμπλοκών και άλλα από έλλειψη πυρομαχικών. Στις 10:30 το Τάγμα με διοικητή τον Ταγματάρχη Τσολοζίζη αναγκάζεται να παραδοθεί.

Το Ι/80 Τάγμα (Ταγμ. Ρουσσάκης) δέχτηκε επίθεση από το πυροβολικό και με κίνδυνο της περικύκλωσης από τα βόρεια, άρχισε στις 08:00 να υποχωρεί. Δέχτηκε επίθεση από γερμανικά άρματα και ύστερα από μια αποτυχημένη προσπάθεια απόκρουσης αναγκάστηκε να παραδοθεί στις 10:45 – διασώθηκε μόνο ένας λόχος.

Σημαντικός ήταν ο ρόλος της γερμανικής αεροπορίας στην έκβαση της μάχης καθώς από το πρωί της 14ης Απριλίου τα αεροσκάφη της Λουφτβάφε ανέπτυξαν έντονη δράση και επιτέθηκαν με κάθετες εφορμήσεις και πυκνούς σχηματισμούς σε χαμηλό ύψος εναντίον των θέσεων πεζικού και πυροβολικού του στρατεύματος προκαλώντας τρόμο. Το σφυροκόπημα της γερμανικής αεροπορίας ήταν καθοριστικό για όσα τμήματα συνέχιζαν να αντιστέκονται.

Στο δεξιό άκρο το ΙΙ/80 δέχτηκε επίθεση από το πυροβολικό και την αεροπορία. Διατήρησε τις θέσεις του μέχρι το πρωί και αποχώρησε προς το χωριό Γέρμα για να ενωθεί στη  συνέχεια με τα αποχωρούντα τμήματα του Γ Σώματος Στρατού.

Στο μεταξύ στη Σαργονίτσα το ΙΙΙ/80 και Ι/87 Τάγματα συνέχιζαν τη μάχη καθ’ όλη τη νύχτα όπως τους δόθηκε εντολή από τον διοικητή Β. Μαντζουράνη που είχε το παρατηρητήριό του στο ύψωμα. Η μάχη έληξε στις 10:30 το πρωί της 14 ης Απριλίου λόγω εξαντλήσεως των πυρομαχικών ή αχρήστευσης των αυτόματων όπλων από την πολύωρη χρήση. «Τα τμήματα αυτά παρέμειναν να αντιστέκονται με τους διοικητές τους Ι/87 Τάγμα – Αθανάσιο Σιγανάκη και ΙΙΙ/80 Τάγμα Χαϊδευτού Χουσιάνη καθώς και του Διοικητού του 80ου Συντάγματος αντισυνταγματάρχη Μαντουράνη, ώσπου αιχμαλωτίστηκαν στις 11:00…. Τα ελληνικά όπλα τιμήθηκαν με τη σθεναρή άμυνα των γνωστών και άγνωστων ηρώων οι οποίοι πολέμησαν μένοντας πιστοί στην εκτέλεση του καθήκοντος και στον όρκο τους αρκετοί από τους οποίους έπεσαν στο πεδίο της μάχης» (αναφέρει ο ίδιος ο Διοικητής Β. Μαντζουράνης).

Όσοι από τους τραυματίες δεν εκτελέστηκαν από τους Γερμανούς διακομίστηκαν στο νοσοκομείο Σκλήθρου.

Σε αυτή τη μάχη «έπεσε» ο Φώτης Τρίχος στις 13 Απριλίου του 1941.

Το 80ο Σύνταγμα Πεζικού είχε καταστραφεί, όμως η άμυνα ήταν σημαντική γιατί οι δυνάμεις του άξονα είχαν καθυστερήσει 24 ώρες διευκολύνοντας τις βρετανικές δυνάμεις Τεθωρακισμένων να διαφύγουν στην Καλαμπάκα, κυρίως όμως δόθηκε πολύτιμος χρόνος σε δύο ελληνικές Μεραρχίες του ΤΣΚΜ (της στρατιάς της Αλβανίας) να διασωθούν από βέβαιη αιχμαλωσία καθώς θα βρισκόταν μεταξύ δύο πυρών.

Μετά τη μάχη , οι κάτοικοι του Λεχόβου συγκέντρωσαν τα σώματα των πεσόντων και φρόντισαν να ταφούν.

Στις 18 Μαΐου 1941 απονεμήθηκε στον Κουρτ Μάγερ από το Τρίτο Ράιχ ο Σταυρός των Ιπποτών του Σιδηρού Σταυρού.

Στις 3 Αυγούστου του 2008 στήθηκε ηρώο στο Λέχοβο προς τιμήν των νεκρών της μάχης της 13ης Απριλίου του 1941.

Την Τετάρτη 3 Ιουλίου 2019, το Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου Αμυνταίου, με την σύμφωνη γνώμη του Κοινοτικού Συμβουλίου Λεχόβου, ενέκρινε ομόφωνα  την αναγραφή του ονόματος του Φώτη Τρίχου στο ηρώο των πεσόντων της 13ης Απριλίου 1941 στην κοινότητα Λεχόβου. Γεγονός που συγκίνησε ιδιαίτερα  την τελευταία εν ζωή αδελφή του Αριάδνη Κοκκινογέννη .

 

Στην μνήμη των πεσόντων θα ήθελα να παραθέσω τους παρακάτω  στίχους :

«Κι αν εις το σώμα δεν υπάρχουν και στη ζωή μας δε μιλούν

Κι αν έχει σβήσει στη δίνη του πολέμου η λάμψη των ματιών τους

Mε τις δάφνες ματωμένες στο κεφάλι τους

Αλησμόνητη μένει η μορφή τους και αιώνια η θύμησή τους»

Βασίλης Τρίχος

 

ΠΗΓΕΣ :

  • Στρατολογική Υπηρεσία Βορείου Αιγαίου
  • Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού ΓΕΣ (Αρχεία Συνταγμάτων , Αναφορές Διοικητών κα)
  • Γενικό Επιτελείο Στρατού – ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΜΙΑΣ ΕΠΟΠΟΙΙΑΣ (Απρίλιος 1941) Αθήνα 1959
  • ALEX BUCHNER (Απόδοση Γ. Γαζής) Η ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ. Αθήνα 1961
  • Μεγάλη Εικονογραφημένη Ιστορία του Ελληνοϊταλικού και Ελληνογερμανικού πολέμου 1940 – 1941 (Επιμέλεια Στρατιωτικής Ύλης Αλεξ. Εδιπίδης – Αντιστράτηγου Ε.Α. )
  • Άγγελος Τερζάκης – ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΟΠΟΙΙΑ 1940 -1941 ΓΕΣ Έκδοση 1990
  • Πληροφορίες από το διαδίκτυο.
  • Φωτογραφίες και αλληλογραφία από το αρχείο της οικογένειας.

Η ΜΑΧΗ ΚΛΕΙΣΟΥΡΑΣ – ΛΕΧΟΒΟΥ 

13 -14 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1941

 

(Αφιερωμένο στη μνήμη

του Φώτη Τρίχου

και των άλλων πεσόντων από τη Λέσβο στη μάχη αυτή)

 

Αθήνα  18 Ιουλίου 2019      ΒΑΡΒΑΓΙΑΝΝΗ ΚΑΤΕΡΙΝΑ

TAGGED: Λέχοβο,