Με λαμπρότητα γιορτάστηκε η 99η επέτειος Απελευθέρωσης της Φλώρινας στις 07 και 08 Νοεμβρίου 2011

Ημ/νία Ανάρτησης: 10 Νοεμβρίου, 2011

VOSKOPOYLOS-KATATHESI

Συγκεκριμένα, τη Δευτέρα Νοεμβρίου 2011 στην αίθουσα πολλαπλών χρήσεων του Δήμου Φλώρινας πραγματοποιήθηκε σχετική εορτή, στην οποία τραγούδησαν η Βυζαντινή Χορωδία του Τμήματος Εθνικής Μουσικής του Φ.Σ.Φ. «Ο ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ», η Τρίφωνη Παιδική Χορωδία Κοριτσιών του Δήμου Φλώρινας, το Ωδείο Φλώρινας και  η Παιδική Χορωδία ”Δ. ΛΙΩΤΣΗΣ” του Φ.Σ.Φ. «Ο ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ», ενώ τον πανηγυρικό της ημέρας εκφώνησε ο κ. Δημήτριος Παπαδόπουλος, φιλόλογος-καθηγητής του 1ου Λυκείου Φλώρινας.

FLORINA-IEROPSALTESFLORINA-XORODIA-1

Ο κ. Παπαδόπουλος στην ομιλία του είπε:

«Η πανηγυρίζουσα τα ελευθέριά της κοινότητα των Φλωριναίων άγει, ήδη από σήμερα, το 100ο έτος από τότε που η ακριτική τούτη γωνιά αποτέλεσε αναπόσπαστο τμήμα της ελληνικής επικράτειας. Το γεγονός, έξοχο από μόνο του, αξίζει ασφαλώς να το γιορτάσουμε, και θα το γιορτάσουμε (θεσμικοί και μη φορείς ετοιμάζουν σχετικές εκδηλώσεις κατά τη διάρκεια του έτους), σε μία ιδιαίτερη, όμως, συγκυρία. Αναφέρομαι προφανώς στην πολύπλευρη (όχι μόνο οικονομική) κρίση, που αποτελεί πλέον καθημερινό αντικείμενο συζήτησης, ακόμη και για τους ανυποψίαστους. Αν μέχρι χθες εύκολα οι πολλοί κλείναμε τα αυτιά μας, αγνοώντας όσους εδώ και καιρό έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου, τώρα πλέον δεν μπορούμε να μη δούμε τα σημάδια εκείνα που δείχνουν ότι ζούμε μία από κείνες τις περιόδους της ιστορίας που οι συντελούμενες αλλαγές διαμορφώνουν ένα παρόν αβέβαιο και ένα ακόμη πιο αβέβαιο μέλλον.
Τι λοιπόν, μπορεί να σημάνει μια τέτοια γιορτή για όσους αποτελούμε σήμερα το κοινό των Φλωριναίων; Ποιο μήνυμα κομίζει σε ένα λαό που συνθλίβεται υπό το βάρος των προβλημάτων της καθημερινής βιοτής; Ποια ελπίδα μπορεί να υποστασιάσει άραγε, για την πολυπόθητη έξοδο από την κρίση; Αυτά τα καίρια ερωτήματα θα προσπαθήσω να αγγίξω με το σημερινό εόρτιο λόγο, θεωρώντας ότι, αν μη τι άλλο, σε τέτοιες στιγμές το να αληθεύουμε αποτελεί περισσότερο από ποτέ επιβεβλημένη ανάγκη. Ας προσπαθήσουμε να δούμε την ιστορία έτσι, ώστε να αναδείξουμε την πολιτική -με την ελληνική σημασία του όρου- διάσταση των πραγμάτων. Εξάλλου, και η ιστορική γνώση, όπως και κάθε άλλη επιστήμη, μόνο τότε δικαιώνει την ύπαρξή της, όταν παραμένει άρρηκτα δεμένη με την αρετή (είναι γνωστή η ρήση του Πλάτωνα που, προειδοποιεί για τους κινδύνους από την χωριζομένη αρετής επιστήμη). Αυτή η αρετή -οι Έλληνες το γνωρίζουμε εδώ και μερικές χιλιάδες χρόνια- δεν είναι ατομικό, παρά πρωτίστως πολιτικό κατόρθωμα. Ας «πολιτικολογήσουμε» λοιπόν, με οδηγό την ιστορική μνήμη και εμπειρία.
Σημείο πρώτο: η μεγάλη, η θυελλώδης εξόρμηση του ’12-’13, που οδήγησε στην απελευθέρωση της μισής και πλέον σημερινής ελληνικής επικράτειας, έγινε από μία Ελλάδα που λίγα μόλις χρόνια πριν είχε φτάσει στην απόλυτη απαξίωση, αδύναμη και αποδιοργανωμένη σε κάθε επίπεδο: το «δυστυχώς επτωχεύσαμεν» του Τρικούπη (Δεκέμβριος 1893), ο Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος που μας επιβλήθηκε, και ο πόλεμος της ντροπής, το 1897, δε θυμίζουν σε τίποτε την ισχυρή Ελλάδα των Βαλκανικών Πολέμων, που ήταν «σεβαστή στους φίλους και φοβερή στους εχθρούς». Τι συνετέλεσε σε αυτήν τη μεταμόρφωση; Οπωσδήποτε καθοριστικές ήταν οι πολιτικές εξελίξεις: η αντίδραση του λαού με αίτημα την ανατροπή της «καμαρίλας», του σάπιου δηλ. πολιτικού κατεστημένου, εκφράζεται μέσα από το κίνημα του 1909, που τελικά θα οδηγήσει στην ανάληψη της εξουσίας από έναν ικανό πολιτικό, που δε βγήκε από τα σαλόνια και τη νοσηρή πολιτική ατμόσφαιρα των Αθηνών, τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Δεν είναι επί του παρόντος να αναπτύξουμε τη συμβολή του εξόχου ανδρός στην αλλαγή του πολιτικού σκηνικού· θα ήθελα να σταθώ σε κάτι άλλο:
Όταν, το μεσημέρι της 7ης Νοεμβρίου, στην είσοδο της πόλης, ο Ιωάννης Άρτης παραλάμβανε, εν ονόματι του Βασιλέως Γεωργίου του Α΄, από τις τουρκικές αρχές την Φλώρινα, ο λαός της, όπως και οι υπόλοιποι Μακεδόνες, και πολλοί άλλοι Έλληνες, μετρούσε ήδη 5 αιώνες σκλαβιάς. Τέτοιας σκλαβιάς, που είναι ν’ απορεί κανείς για το πώς κράτησε την ταυτότητά του, με όλα εκείνα τα στοιχεία που συνιστούν το πρόσωπό του. Σ’ αυτό το σημείο νομίζω επιβάλλεται μια πολύ σύντομη περιδιάβαση στο χρόνο, για να έχουμε μία εικόνα των παθών του Ελληνισμού της περιοχής μας:

FLORINA-XORODIA-2

Μέσα του 17ου αι., δεύτερος χρόνος του κρητικού πολέμου (1646): ομάδες ατάκτων, τουρκαλβανών κυρίως, επιτίθενται εναντίον της ίδιας της πόλης της Φλώρινας, παρά τη φρούρησή της από τον τακτικό τουρκικό στρατό και αναγκάζουν τους κατοίκους της να την εγκαταλείψουν. Τα ορεινά χωριά θα γεμίσουν από τον πληθυσμό της πόλης και των χωριών του κάμπου, που αναζητεί ασφαλέστερα μέρη για να προστατευθεί.
Αρχές του 18ου αι. ξεσπά κύμα τουρκικής, αυτήν τη φορά, βιαιότητας: οι Τούρκοι, μετά την έκρηξη του τουρκοβενετικού πολέμου στην Πελοπόννησο, φοβούνται εξέγερση του πληθυσμού στην περιοχή μας (δεν είχαν δει προφανώς την περίφημη σειρά του τηλεοπτικού καναλιού, που δογμάτισε ότι το 1821 γεννήθηκε το Έθνος των Ελλήνων, ούτε άκουσαν τους ευρωσπουδαγμένους δασκάλους που θεωρούν την ανάπτυξη ελληνικού εθνικού κινήματος αποτέλεσμα κυρίως της Γαλλικής Επανάστασης)· οι φοβισμένοι λοιπόν Τούρκοι εφαρμόζουν πολιτική καταπίεσης και προληπτικής τρομοκρατίας τέτοια, που θα αναγκάσουν κάποιους συντοπίτες μας ακόμη και να εξισλαμισθούν (είναι η περίοδος που μαρτύρησε ο Άγιος Αγαθάγγελος).
Τέλη του ίδιου αι., γύρω στα 1775, και η Φλώρινα δοκιμάζεται εκ νέου. Μία μακρόχρονη περίοδος τουρκαλβανικών επιδρομών άρχιζε και οι χριστιανικοί πληθυσμοί μετακινούνται αδιάκοπα. Τότε ήταν που πύκνωσε αισθητά ο πληθυσμός του Μοναστηρίου. Οι Τούρκοι θα παρέμβουν, όχι για να προστατέψουν τους χριστιανούς, αλλά επειδή διαπιστώνουν ότι η φυγή φέρνει την ερήμωση και την έλλειψη εργατικών χεριών. Με μια δέσμη από καταπιεστικά μέτρα, ουσιαστικά απαγορεύουν τη μετακίνηση του πληθυσμού, που βρίσκεται κυριολεκτικά μεταξύ “σφύρας και άκμονος”. Από τη μια οι τουρκικές αρχές, από την άλλη οι άτακτοι τουρκαλβανοί. Οι τελευταίοι, μετά την έκρηξη της επανάστασης του ’21, ενθαρρύνονται φανερά στο έργο τους από τους Τούρκους, οι οποίοι θα τους χρησιμοποιήσουν εναντίον των χριστιανών.
Και σα να μην έφτανε η καταπίεση των οθωμανών, εμφανίστηκε και ένας ακόμη αντίπαλος, τόσο ύπουλος και επικίνδυνος που δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι δεν υπάρχει άλλη τουρκοκρατούμενη περιοχή, που γνώρισε τέτοια απειλή, όσο η Μακεδονία· η Μακεδονία που έγινε το μήλο της έριδος μεταξύ ισχυρότατων συμφερόντων. Μετά τον κριμαϊκό πόλεμο (μέσα του 19ου αι.) οι Ρώσοι, στην προσπάθειά τους να πετύχουν την πολυπόθητη έξοδο στη ζεστή, ανοιχτή θάλασσα, στο Αιγαίο, όπου δεσπόζει το λιμάνι της Θεσσαλονίκης (καημός μέχρι και σήμερα πολλών ανθελλήνων) συλλαμβάνουν και θέτουν σε εφαρμογή το δόγμα του πανσλαβισμού. Η Μακεδονία πρέπει (για να εξυπηρετηθου΄ν οι Ρώσοι) να περάσει στα χέρια των Βουλγάρων, και αυτό απαιτεί τον αφελληνισμό της. Η ιστορία σάς είναι γνωστή και δε θα μπω σε λεπτομέρειες: το 1862 η τουρκική διοίκηση ενθαρρύνει τη σύσταση στη Φλώρινα βουλγαρικής κοινότητας και την ίδρυση βουλγαρικών σχολείων. Ο ελληνικός πληθυσμός συσπειρώνεται και αρχίζει ο υπέροχος εκείνος αγώνας για τη διαφύλαξη της εθνικής συνείδησης από την πανσλαβιστική προπαγάνδα.
Ιδιαίτερα με τη συνθήκη του Αγ. Στεφάνου, η Μακεδονία, και ιδιαίτερα η Δυτική, θα βρεθεί στο πόδι. Άνοιξη του 1878, και ένα υπέροχο κίνημα, με σαφή εθνικοαπελευθερωτικό χαρακτήρα αναπτύσσεται. Ένα κίνημα αυθόρμητο, ενόψει του Συνεδρίου του Βερολίνου, που θα καθόριζε τις τύχες της Μακεδονίας. Μόνο στο Πισοδέρι, ο αριθμός των συγκεντρωμένων ανταρτών πλησίαζε τις 2000. Πόσο μεγάλης έκτασης υπήρξε εκείνο το κίνημα, φαίνεται από το γεγονός ότι μέχρι το χειμώνα του 1878 οι αντάρτες κράτησαν τον έλεγχο της περιοχής, παρά την κήρυξη στρατιωτικού νόμου και τη σημαντική ενίσχυση των τουρκικών δυνάμεων. Και βέβαια, όχι μόνο δεν υποκινήθηκε από την ελληνική κυβέρνηση, αλλά ούτε καν στηρίχθηκε όπως έπρεπε.
Γιατί οι Έλληνες της Μακεδονίας, κοντά σε όλα τα άλλα, πολλές φορές βρέθηκαν μόνοι απέναντι στους εχθρούς, χωρίς την ουσιαστική στήριξη από το «κράτος των Αθηνών», το οποίο συχνά έδινε την πολύ θλιβερή εικόνα της εσωστρέφειας και της απροθυμίας να ασχοληθεί με οτιδήποτε πέρα από τα εσωτερικά, δηλ. τα μικροκομματικά του ζητήματα. Κι ο Ίωνας Δραγούμης, πλημμυρισμένος με ιερή αγανάκτηση θα ξεσπάσει και θα ρίξει βαρύ το λίθο του αναθέματος στη μικροελλαδίτικη νοοτροπία του επίσημου κράτους:
“Τι χρησιμεύει ένα κράτος Ελληνικό, που αντί κάθε άλλη εξωτερική πολιτική διορίζει προξένους στην Ανατολή και πρέσβεις στη Δύση και τους ξεπροβοδίζει με την μονάκριβη ευχή και οδηγία «Προσέχετε να μη γεννάτε ζητήματα». Αν το κράτος δε νοιώθει τι μπορεί και τι πρέπει να κάνη, δεν αξίζει να ζη… Άλλα κράτη αρπάζουν πολιτείες και χώρες και μεις και κείνα που είνε δικά μας και εκείνα δεν τα κρατάμε. Σκιαζόμαστε μη μας πουν οι Ευρωπαίοι πως δεν είνε δικά μας…”.

FLORINA-XORODIA-3
Κλείνω την περιδιάβαση στην περίοδο της δουλείας, τότε που συντελέσθηκε το θαύμα της αντίστασης των Μακεδόνων, με ένα κεφάλαιο της φλωρινιώτικης άμυνας, πολύ καθοριστικό για τη σφυρηλάτηση του φρονήματος του πληθυσμού και, τελικά, για την ίδια τη μοίρα του τόπου. Πρόκειται για την παιδεία, την εκπαιδευτική και πολιτιστική κίνηση, η οποία το 19ο αι. θα γίνει έντονη χάρη στο ζήλο όλων των Φλωρνιωτών, μα πιο πολύ των αποδήμων. Όλοι αυτοί, συνεχίζοντας την παράδοση των μεγάλων ευεργετών του Γένους, αντιλαμβάνονται ότι ο κίνδυνος από τους ομόδοξους πανσλαβιστές είναι σημαντικότερος από τον τουρκικό και ότι μόνο η ελληνική παιδεία μπορεί να θωρακίσει και να περιφρουρήσει τη συνείδηση του πληθυσμού. Τα ελληνικά σχολεία θα πληθύνουν στην περιοχή και λίγο πριν τους βαλκανικούς πολέμους, υπό την εποπτεία του μητροπολίτου Μογλενών, στη Φλώρινα λειτουργούν αρρεναγωγείο, παρθεναγωγείο, οικοτροφείο, διάφορα μικρότερα σχολεία και νηπιαγωγεία, καθώς και μαθητικά συσσίτια. Το 1908 θα ιδρυθούν ο μουσικός σύλλογος “Ορφεύς” (είναι αυτός που θα επανασυσταθεί το 1941, ως «Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος Φλωριναίων, Ο Αριστοτέλης») και δύο άλλα εκπολιτιστικά σωματεία η “Ελληνική Λέσχη” και η “Αδελφότης Κυριών”. Ανάλογη δραστηριότητα, κατά το πρότυπο της πόλης, θα αναπτυχθεί και σε ολόκληρη την περιοχή. Οι Σύλλογοι και τα πνευματικά ιδρύματα παρήγαγαν έργο ανυπολόγιστης αξίας…
Σε όλα αυτά, συνυπολογίστε την προσφορά της μεγάλης μητέρας των σκλαβωμένων Μακεδόνων, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, που στάθηκε στο πλευρό του λαού, ως εμπνευστής, καθοδηγητής, αλλά και ως συνοδοιπόρος στο Γολγοθά του. Το εν αιχμαλωσία Οικουμενικό Πατριαρχείο προσέφερε στον αγώνα των Μακεδόνων περισσότερα από τις κυβερνήσεις του ελεύθερου ελληνικού κράτους, τόσο που μελετητές, όπως ο Στήβεν Ράνσημαν, να του «καταλογίζουν» ότι εκείνη την περίοδο «παρέμεινε ελληνικό μάλλον παρά οικουμενικό». Η Ορθόδοξη πίστη λοιπόν εμψύχωσε, κράτησε ψηλά το φρόνημα του πληθυσμού -και τούτο αποδεικνύουν όλοι εκείνοι οι γνωστοί και οι άγνωστοι απλοί, καθημερινοί άνθρωποι, που πρόσφεραν πρόθυμα το κεφάλι τους στο σπαθί του τυράννου, αρνούμενοι να τουρκέψουν, δηλ. να αλλάξουν την πίστη τους, και αποτελώντας παράδειγμα που φιλοτιμούσε, κρατούσε σταθερούς στις παραδόσεις της φυλής και τους υπόλοιπους (ένας απ’ αυτούς, τους πραγματικούς ευεργέτες του Γένους, κι ο νεομάρτυς Αγαθάγγελος, ο εκ Φλωρίνης, του οποίου το απολυτίκιο ακούσαμε στην αρχή).
Κάπως έτσι, άντεξαν οι Μακεδόνες καρτερώντας τη μεγάλη μέρα. Και ήρθε η ευλογημένη μέρα του Νοέμβρη, και βλάστησαν τα κόκκαλα των νεκρών, και σήμαναν οι καμπάνες της Ανάστασης, και η Φλώρινα ύψωσε τη γαλανόλευκη!
Τα γεγονότα είναι λίγο έως πολύ γνωστά: η διάψευση κάθε ελπίδας μετά την επικράτηση των πολλά υποσχόμενων Νεοτούρκων τόνωσε το εθνικό αίσθημα των βαλκανικών λαών, ενώ τα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων ευνοούσαν τη βαλκανική συνεννόηση.
Στις 5 Οκτωβρίου του 1912, η Ελλάδα της Μελούνας θα ριχτεί στο μεγαλειώδη αγώνα για την απελευθέρωση των αλυτρώτων Ελλήνων. Ο ελληνικός στρατός ξεχύνεται με θυελλώδη ορμή για να ξεπλύνει, 15 χρόνια μετά, τη ντροπή του ’97. Τα Στενά του Σαρανταπόρου, τα οποία, όπως διαβεβαίωνε το Σουλτάνο ο Γερμανός Διοικητής που τα υπερασπιζόταν “θα αποτελούσαν τον τάφο του ελληνικού στρατού“, αποδείχτηκαν λίγα για να τον αναχαιτίσουν. Έτσι, μετά την Κοζάνη και τη μάχη των Γιαννιτσών, ανήμερα του Αη-Δημήτρη -θαύμα σωστό!- απελευθερώνεται η Θεσσαλονίκη, η Συμβασιλεύουσα των Ρωμιών. Ο ίδιος ο βασιλιάς Γεώργιος θα εγκατασταθεί στην πόλη, στέλνοντας σαφές μήνυμα κυρίως στους συμμάχους Βουλγάρους, να ξεχάσουν κάθε ελπίδα πως μπορεί να την κάνουν δική τους. Και ο στρατός συνεχίζει την πορεία του. Με Αρχιστράτηγο τον Διάδοχο Κωνσταντίνο κινείται δυτικά, προς το Μοναστήρι, την ελληνική μητρόπολη, που περιμένει τη δική της μεγάλη ώρα. Δεν ήρθε ποτέ αυτή η ώρα… 5 Νοεμβρίου, βράδυ, στο Γενικό Στρατηγείο, στην Άρνισσα, έφτασε η πληροφορία που επιβεβαίωσε τους φόβους της ελληνικής ηγεσίας: ο σερβικός στρατός μπήκε στο Μοναστήρι.
Το Μοναστήρι του πολιτισμού, των ελληνικών γραμμάτων, το Μοναστήρι των αγώνων, της “Μακεδονικής Άμυνας”, των 27 συλλόγων που μαρτυρούσαν πολιτιστική δραστηριότητα σπάνια και για την ελεύθερη Ελλάδα, έμελλε να μείνει εκτός ελληνικής επικράτειας. “Το Μοναστήρι σέρβικο, ποιος θα το φανταζόταν!”, θρηνεί μέχρι και σήμερα η φλωρινιώτικη μούσα του Δημ. Λιώτση, και μαζί του όλοι οι Μοναστηριώτες, ανάμεσα σ’ αυτούς κι οι συμπολίτες μας, που όσο κι αν καταξιώθηκαν, όσο κι αν πρόκοψαν στη νέα γη, ζουν ακόμη με τον καημό της δικής τους αλησμόνητης -αρνούμαι να πω “χαμένης”- πατρίδας.
Ο αγώνας πλέον συνεχίστηκε με άλλο στόχο: να προλάβουμε τη Φλώρινα. Από δω και πέρα τα περιστατικά είναι, θαρρώ, γνωστά με κάθε λεπτομέρεια: ενώ ο στρατός μας καθυστερεί στο Αμύνταιο, οι Σέρβοι κατεβαίνουν από το βορά. Στη Φλώρινα η αγωνία χτυπάει κόκκινο. Ως κι οι Τούρκοι, από το χάραμα της 6ης Νοεμβρίου συγκεντρωμένοι στον τεκέ, καλούν το Μητροπολίτη Πολύκαρπο με τους προκρίτους Τέγο Σαπουντζή και Μενέλαο Βαλάσση και εκδηλώνουν την επιθυμία τους να παραδώσουν την πόλη στους Έλληνες, έθνος αρχαίο και με μεγάλο πολιτισμό. Εξάλλου, οι “γραφές” τους έλεγαν πως την γη αυτή από τους Έλληνες την πήραν -στους Έλληνες λοιπόν, έπρεπε να παραδοθεί. Ο Αρχιμανδρίτης Παπαθανασίου επικεφαλής επιτροπής θα μεταφέρει στον Ελληνικό Στρατό την επιθυμία του λαού της πόλης, χριστιανών και μουσουλμάνων, για επίσπευση των κινήσεών του. Μεσημέρι της 7ης Νοεμβρίου ο Επίλαρχος Ιωάννης Άρτης (οι Φλωρινιώτες χρωστάμε πολλά στην τόλμη, την αποφασιστικότητα και την πρωτοβουλία του εκείνες τις ώρες) φτάνει με τους ιππείς του προ των πυλών της πόλης, και έπειτα από τις απαραίτητες συνεννοήσεις την παραλαμβάνει από τις τουρκικές αρχές εν ονόματι του Βασιλέως των Ελλήνων Γεωργίου του Α΄, εγγυώμενος την ισονομία για τους κατοίκους της, ανεξαρτήτως φυλής και θρησκεύματος.
Λίγο μετά την παράδοση θα μπει στην πόλη από την κατεύθυνση της Σκοπιάς ο υπίλαρχος Πανουσόπουλος, ενώ στις 2.30 μ.μ. το 1ο Σύνταγμα Ιππικού υπό τον Συνταγματάρχη Ζαχαρακόπουλο. Η εμφάνιση των Σέρβων θα περιπλέξει την κατάσταση, ευτυχώς όχι για πολύ: έπειτα από μια βδομάδα παραμονής ο επικεφαλής τους πρίγκιπας Αρσένιος, πεπεισμένος από τον Κωνσταντίνο και τους ίδιους τους Τούρκους, θα την εγκαταλείψει, αναγνωρίζοντας πως ήρθε δεύτερος…
Μ’ αυτά και μ’αυτά, χαιρόμαστε έναν αιώνα τώρα τη Λευτεριά μας. Κι αν καμιά φορά, μιλώντας για τα παλιά, τα νιώθουμε σαν παραμύθι, είναι γιατί ανήκουμε (ίσως από τους τελευταίους) στις ευλογημένες γενιές που μεγάλωσαν με τα ωραία εκείνα παραμύθια που ήξεραν και έλεγαν οι παλιοί (τις μεγάλες «εθνικές αφηγήσεις», που θά ’λεγαν οι ειδικοί της σύγχρονης ιστορικής επιστήμης). Τις μεγάλες νύχτες του χειμώνα, όταν ακούγαμε τους παλιούς να ιστορούν, να θυμούνται, να ζωντανεύουν τους ήρωες του παρελθόντος μπροστά στα μάτια μας, να στήνουν τους καθιερωμένους καυγάδες για να τους υπερασπιστούν (ο Κωνσταντίνος ή ο Βενιζέλος είχε δίκιο – Μοναστήρι ή Θεσσαλονίκη;) μαθαίναμε γράμμα γράμμα το αλφαβητάρι του Γένους…

Οι καιροί πέρασαν. Και νά ’μαστε μπροστά στο αμείλικτο αύριο. Και σήμερα, όπως και τότε, η Πατρίδα φαίνεται αδύναμη όσο ποτέ, εκτεθειμένη σε άνομες ορέξεις και συμφέροντα. Ο «Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος» των τελών του 19ου αι., δε φαντάζει και πολύ διαφορετικός από το σημερινό ΔΝΤ. Η «καμαρίλα» που παραλίγο τότε να στοιχίσει μια εθνική καταστροφή μοιάζει με το σάπιο σύστημα που όλοι εύκολα καταγγέλλουμε. Και σήμερα, όπως και τότε, η Μακεδονία αντιμετωπίζει μιαν απειλή -και η περίσταση μοιάζει τόσο με την παλιά… Και σήμερα, όπως και τότε, όπως και πάντα, το ελληνικό κράτος μοιάζει (κατά την περιγραφή του Δραγούμη) να μη θέλει να ασχοληθεί στα σοβαρά με τα προβλήματα του Έθνους…
Ψάχνω, μέσα στη μαυρίλα των ημερών, να βρω σημάδια που επιτρέπουν την αισιοδοξία. Φαίνεται ότι ως λαός έχουμε αποχαυνωθεί από την καταναλωτική ευημερία. Φαίνεται ότι είμαστε έτοιμοι να ξεπουλήσουμε την εθνική μας κυριαρχία, να κλείσουμε όπως-όπως όλα τα σοβαρά θέματα, φτάνει να μας δώσουν «τη δόση μας»… Φαίνεται ότι τα παιδιά μας, μεγαλωμένα στο γυαλί της τηλεόρασης και την οθόνη του υπολογιστή, παραδέρνουν από δω κι από κει, αναζητώντας νόημα βίου οπουδήποτε εκτός από τις παραδόσεις μας -αυτές που μεγάλωσαν γενιές ηρώων και μαρτύρων… Φαίνεται ότι ήρθε το τέλος -κάποιοι εχθροί μας βιάστηκαν και να πανηγυρίσουν…
Είναι όμως και κάποια σημεία που δείχνουν ότι τίποτε δεν τελείωσε: το τεράστιο πλήθος, μικρών και μεγάλων, που γέμισαν στο κάλεσμα της τοπικής Εκκλησίας τους ναούς μας, λίγες μέρες πριν, δείχνει ότι η ελπίδα δεν πέθανε. Προσοχή: δε μιλώ για τη μεταφυσική διάσταση του πράγματος. Αυτή είναι θέμα πίστης, για όσους την έχουμε. Όποιος δεν την έχει, μπορεί και να την απορρίπτει και να την περιγελά -δικαίωμά του. Μιλώ για την κατεξοχήν πολιτική. Λαός που μπορεί, στον καιρό που πιέζεται από παντού και που είναι έτοιμος να παραδοθεί, να κλίνει γόνυ στο Θεό των πατέρων του, επαναπροσδιορίζοντας, όλοι μαζί, τις αξίες και τους στόχους, και αλλάζοντας νου («μετά-νοια», το λέμε οι Έλληνες) δε νικιέται, ό,τι και να αντιμετωπίσει.
Βλέπω ακόμη τα παιδιά μας. Μας πικραίνει ίσως ο τρόπος που δείχνουν ότι μας απορρίπτουν ως βολεμένους, ενταγμένους στο «σύστημα». Πολλές φορές είναι υπερβολικός, σκληρός, ίσως και άδικος. Ίσως όμως έχουν κατά βάθος δίκιο, και πάντως, ακόμη και οι ακρότητές τους αναδεικνύουν το αίτημα να σταθούμε δίπλα τους με το παράδειγμα και όχι με χιλιοειπωμένες συμβουλές και παρατηρήσεις· να σαρκώσουμε στην καθημερινότητά μας έναν άλλο τρόπο ύπαρξης, γνήσιο και αυθεντικό, έξω από τις φτηνές συμβάσεις των καταναλωτικών παραδείσων· να τους δείξουμε ότι η αγάπη προς την Πατρίδα δεν είναι ένα ακόμη ρητορικό σχήμα, και η επίκληση του αγίου ονόματός της δεν μπορεί να είναι το σύνηθες επικοινωνιακό τέχνασμα της εξουσίας για να δέχεται ο λαός αδιαμαρτύρητα τα οποιαδήποτε νέα μέτρα.
Σε όλα αυτά θα δοκιμαστεί η δική μας γενιά και πριν απαιτήσουμε να αλλάξουν οι άλλοι, ας κάνουμε εμείς την αρχή από τούτη τη γωνιά της Πατρίδας, που κλείνει εκατό χρόνια ελεύθερου βίου -εκατό χρόνια που κάθε άλλο παρά εύκολα ήταν. Στη νέα δοκιμασία ας κρατήσουμε ευαίσθητες τις κεραίες κι ας αφουγκραστούμε τη φωνή της ιστορίας. Ας κρατήσουμε «πάντ’ ανοιχτά, πάντ’ άγρυπνα τα μάτια της ψυχής», εκμεταλλευόμενοι την τεράστια πνευματική μας κληρονομιά, καταπώς δασκαλεύει ο άλλος μεγάλος Ποιητής: «Όπου και να σας βρίσκει το κακό, αδελφοί, όπου και να θολώνει ο νους σας, μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη». Ας μην περιμένουμε σωτήρες, ας μην ανεχτούμε σωτήρες, ας μην καταδεχτούμε σωτήρες. Μα, ας αναμετρήσουμε καθένας το δικό μας χρέος, για να δώσουμε την πρέπουσα την απάντηση σε όσους νόμισαν πως κατίσχυσαν επάνω μας, ανάμεσά τους και στους αδίστακτους κλέφτες που εποφθαλμιούν το όνομα και την ιστορία της Μακεδονίας μας.
Και πάνω απ’ όλα, ας νοιαστούμε για το αύριο του τόπου, τα παιδιά μας. Ας τους μάθουμε εμείς την ιστορία της Πατρίδας, μην περιμένουμε να το κάνει το σχολείο, ας σκύψουμε οι ίδιοι στα παιδιά μας με ειλικρίνεια και αίσθηση ευθύνης…
Ας αλλάξουμε νοοτροπία, όλοι, άρχοντες και αρχόμενοι. Για να μην επιτρέψουμε στους αλαζόνες δανειστές μας, να μας υποτάξουν τελειωτικά, αλλά να δικαιωθεί κάποιος παλιός που έγραψε (ο Καρκαβίτσας στα «Λόγια της πλώρης»):
«Έλληνας! σου λέει ο άλλος. Δεν είναι παίξε γέλασε. Έχουμε τα κακά μας, δε λέω. Πήραμε δρόμο στραβό σαν το κακοκυβερνημένο πλεούμενο. Μα δεν είμαστε και ντιπ για πέταμα. Και να είμαστε για πέταμα, πάλι δε θα χαθούμε. Θέλουμε δε θέλουμε, θα ζήσουμε. Θα ζήσουμε και θα θεριέψουμε και θα δοξαστούμε, όπως και πρώτα.»
Οι γενιές που έρχονται στο κατόπι μας, έχουν μία απαίτηση: να είμαστε σοβαροί -όχι σοβαροφανείς- και τίμιοι -όχι αλάνθαστοι. Διαφορετικά, μπορεί να συμβεί το χειρότερο: να γίνουμε η αιτία που τα παιδιά μας θα αποστρέψουν μια για πάντα -κι όχι μόνο όταν παρελαύνουν- την κεφαλή όχι από το άσχημο πρόσωπο, το στρεβλό παράδειγμα, το άηθες ήθος μας, αλλά, το χειρότερο, κι από τον τεράστιο πνευματικό πλούτο της παράδοσής μας, της μόνης που μπορεί να δείξει στο σύγχρονο κόσμο που κατατυραννιέται από τη δεσποτεία της αγοράς και των οικονομικών μεγεθών, την έξοδο από τη βαρβαρότητα.
Να δώσει ο Θεός, να μη φορτωθούμε τέτοιο κρίμα, αλλά να φανούμε «άξιοι της ελευθερίας», με αρετή και τόλμη, κι εμείς και τα παιδιά μας και τα παιδιά των παιδιών μας, μέχρι και τον επόμενο αιώνα, που κάποιοι θα γιορτάζουν τα ελευθέρια της ακριτικής μας Φλώρινας, ελπίζοντας ότι θα έχουν να πουν κι αυτοί ένα καλό λόγο, ένα «αιωνία η μνήμη» για τους προγόνους τους, όπως κι εμείς σήμερα για τους δικούς μας, και όχι το φοβερό «ανάθεμα»…
Χρωστάμε (γράφει ο Παλαμάς) σε όσους ήρθαν, πέρασαν, θα ’ρθούνε, θα περάσουν.
Κριτές θα μας δικάσουν οι αγέννητοι, οι νεκροί.
Έχει δίκιο ο Ποιητής: οι κρίσεις του σήμερα, ξεπερνιούνται μόνο μέσα από την προοπτική της αιωνιότητας.
Πάντα λεύτεροι, λοιπόν, πάντα άξιοι της Ελευθερίας»!

Την Τρίτη 08 Νοεμβρίου 2011 πραγματοποιήθηκε επίσημη δοξολογία στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στη Φλώρινα, ενώ ακολούθησε  απόδοση τιμών από άγημα, τη φιλαρμονική της 9ης Ταξιαρχίας Πεζικού και επιμνημόσυνη δέηση και κατάθεση στεφάνων στο χώρο του μνημείου της Πλατείας Γεωργίου Μόδη.

Στη συνέχεια, στη Λεωφόρο Μακεδονομάχων και  μπροστά στις Αρχές και το Λαό της Πόλης πραγματοποιήθηκε η παρέλαση στην οποία συμμετείχαν Ανάπηροι, οι σημαιοφόροι από όλες τις σχολικές μονάδες του Δήμου Φλώρινας, Μακεδονομάχοι, μαθητές και πρόσκοποι καθώς  και τμήματα των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας.

Το 2012 συμπληρώνονται 100 χρόνια από την απελευθέρωση της Φλώρινας. Ο Δήμος Φλώρινας  στο πλαίσιο του εορτασμού των 100 χρόνων, έχει ξεκινήσει συνεργασίες με φορείς και Συλλόγους του Δήμου, ώστε ολόκληρη η χρονιά του 2012, να έχει εορταστικό κλίμα.