Με σειρά λατρευτικών εκδηλώσεων Πανηγυρίζει η Ιερά Μονή της Παναγιάς στην Κλεισούρα Καστοριάς
Η Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου Κλεισούρας Καστοριάς
ΤΑ ΓΕΝΕΘΛΙΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ-8 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ
Η Παναγία έχει κεντρική θέση στην θεία Λατρεία. Το εκκλησιαστικό έτος πλαισιώνεται με θεομητορικές εορτές• αρχίζει με το «Γενέσιον της Υπεραγίας Θεοτόκου», ενώ τελειώνει με την «Κατάθεσιν της Τιμίας Ζώνης της Θεοτόκου»
Ακολουθεί κείμενο του Βασιλείου Στυλιάδη, θεολόγου
Η Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου βρίσκεται στο σημείο όπου ενώνονται οι Νομοί Καστοριάς, Φλωρίνης και Κοζάνης. Είναι κτισμένη στην συγκεκριμένη τοποθεσία 2,5 χιλιόμετρα χαμηλότερα από την Κλεισούρα, στους πρόποδες του όρους Βιτσίου σε υψόμετρο 970 μέτρα, περιβάλλεται από δάση οξυάς και δρυός, «εν τω μέσω μεγαλοπρεπούς φύσεως, υλοχαρούς και δροσοβόλου, την αυγήν της οποίας ο ψίθυρος των φύλλων και το αρμονικόν των πηγών και ρυακίων κελάρυσμα, εγείρεται το ιερόν τούτο προσκύνημα, το προκαλούν άπειρον σεβασμόν και ανέκφραστον κατάνυξιν, εν ω λατρεύεται η Θεομήτωρ Παρθένος».
Η Μονή ιδρύθη κατά τον ΙΖ΄ αιώνα και μετέπειτα περίπου, ανακαινίσθηκε εκ βάθρων κατά τον ΙΗ΄ αιώνα από τον εκ Κλεισούρας καταγόμενο αγιορείτη ιερομόναχο Ησαΐα Πίστα, προερχόμενο από την Ιερά Μονή Ιβήρων Αγίου Όρους, ο οποίος σε όραμα έλαβε επανειλημμένως από την Παναγία την εντολή να πάρει μαζί του μικρή εικόνα Της και να κτίσει Μονή στην χάρη Της στην ιδιαιτέρα πατρίδα του.
Το κτιριακό συγκρότημα της Μονής είναι οργανωμένο σε ορθογώνια φρουριακή διάταξη των κελλιών και στο κέντρο του είναι κτισμένο το καθολικό της Μονής. Θυμίζει αγιορειτική Μονή, αυτός ο τύπος οικοδομήσεως είναι αποτέλεσμα του γεγονότος ότι αναπτύσσεται μέσα σε ορεινό περιβάλλον σε συνδυασμό με τους κινδύνους εχθρικής εισβολής στα δύσκολα χρόνια της Οθωμανοκρατίας και μετέπειτα στους δύο μεγάλους πολέμους. Περιηγητές, οι οποίοι επισκέφθηκαν την Μονή αναφέρουν τα εξής: «οδός πετρώδης και λίαν κατωφερής, έχουσα αριστερόθεν τας αμπέλους των χωρίων Βλαχοκλεισούρας και Μοκρένης (= Βαρυκού) και δεξιόθεν δάσος δρυών, φέρει εις το καλόν Μονύδριον Παναγίας, καλή Μονή διατηρουμένη, έχουσα 15 κελία, 10 τετραγωνικά μέτρα επιφανείας έκαστον». «Τετράγωνον διώροφον οικοδόμημα επί τοξοειδών θεμέλθων θεμελιούμενον και περιλαμβάνον καθ΄ όλην την περίμετρον αυτού μοναστήρια δώματα μετά ξενώνος».
Έχοντας την αγάπη και την γενναία οικονομική υποστήριξη των εντοπίων Κλεισουριέων, αλλά και των παροικιών τους΄ οι οποίες ανθούσαν τότε στην Κωνσταντινούπολη, την Θεσσαλονίκη, το Βελιγράδι, την Βιέννη, την Βουδαπέστη και την Βάρνα, η Μονή αναπτύχθηκε και έφτασε – στα χρόνια που ακολούθησαν την ίδρυση της – σε ακμή.
Το καθολικό της Μονής ανοικοδομήθηκε επί των ερειπίων παλαιού και μικρού ναΐσκου, είναι ρυθμού τρίκλιτης ξυλόστεγης βασιλικής με νάρθηκα και τρούλλο με οκταγωνικό τύμπανο, ο οποίος προστέθηκε το 1911 και είναι αφιερωμένο προς τιμήν του Γενεθλίου της Θεοτόκου, «και ο ναΐσκος ούτος, καίπερ μη έχων αξιώσεις καλλιτεχνικού βυζαντινού ρυθμού, αποτελεί μετά μυρίων άλλων, τρανόν και εύλαλον μαρτύριον της από 500 ως έγγιστα ενιαυτών αναλλοιώτου πίστεως των χριστιανών κατοίκων της χώρας εις την Ελληνικήν Ορθοδοξίαν». Το καθολικό διακρίνεται σε τρία μέρη: νάρθηκας – κυρίως ναός – ιερό βήμα, το εσωτερικό του οποίου είναι αγιογραφημένο με αξιόλογες τοιχογραφίες.
Την αγιογράφηση του καθολικού ανέλαβαν ζωγράφοι από τους Χιονιάδες της Ηπείρου, οι οποίοι ταξίδευαν παντού και ασκούσαν την τέχνη τους καθώς μαρτυρεί επιγραφή ευρισκομένη στον ναό: «† ωκοδομήθη εκ βάθρων και ανιστορήθη / ο πάνσεπτος ούτος και θείος ναός της Γεννήσεος της Υπεραγίας / Δεσποίνης ημων Θεοτόκου, διά δαπάνης κε έξοδα / του Πανοσιοτάτου / Κυρίου Κυρίου Ησαΐα εκ κωμο/πόλεως Κλισούρας του και κτήτορος αρχιερατεύοντος / του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Αγίου Καστορίας Κυρίου / (κυρίου) Νεοφύτου του Άρτης – Αγράφων διά χειρός ζωγράφων τούτων Γεωργίου και Γεωργίου εκ Χιονάδων εκ της επαρχίας του (Α)Γίου Βελάς. Εν έτει σωτ(ηρίω) / (1813;) ΒΟΥ».
Η δράση τους εκτεινόταν και πέρα από τα όρια της Ηπείρου, στον κεντρικό και βόρειο ελλαδικό χώρο και στα νοτιοδυτικά Βαλκάνια. Η ζωγραφική τους επηρεάστηκε αρχικά από την βυζαντινή τέχνη, την οποία γνώρισαν οι Χιονιαδίτες στο Άγιον Όρος, στην πορεία της όμως διαφοροποιήθηκε από αυτή και δέχθηκε στοιχεία από την νεορωσική σχολή και από τα ευρωπαϊκά ρεύματα «Μπαρόκ» και «Ροκοκό».
Το τέμπλο φιλοτέχνησαν άγνωστοι «ταλιαδόροι» (ξυλογλύπτες) με θαυμάσιες διακοσμήσεις. Θέματα που προέρχονται ατόφια από την αρχαιότητα, θέματα χριστιανικά, από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Θέλουν να δώσουν στους επισκέπτες και προσκυνητές και κυρίως στους αγραμμάτους της εποχής εκείνης να καταλάβουν τους θησαυρούς της πίστεως μας, γιατί οι εικόνες ως σύμβολα των αρχετύπων επέτρεπαν στους πιστούς μια σύλληψη του θείου (άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός). Το ξυλόγλυπτο τέμπλο χρυσώθηκε το 1772 από τον Κωνσταντίνο Κτίπα εκ Λινοτοπίου, όπως αναφέρει η σχετική επιγραφή: «εχρισόθη διά / χυρός Κωνσταν/τίνου Κτίπα Λινοτοποίτου ηγουμεν/εύοντως του Πανοσιοτάτου Κυ/ρίου Παησίου 1772».
Στην νοτιοανατολική γωνία του οικοδομικού συγκροτήματος υπάρχει το παρεκκλήσιο της Αγίας Παρασκευής, μονόχωρος ορθογώνιος ναΐσκος. Το δεύτερο παρεκκλήσιο των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης βρίσκεται προς το άκρο της δυτικής πλευράς του κτιριακού συγκροτήματος, μικρός τετράγωνος ναός με χαμηλή οροφή. Εκτός του κτιριακού χώρου και σε απόσταση 150 μέτρων είναι κτισμένο το εξωκκλήσιο του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου (1844). Πιο πάνω από την μονή, στην απότομη πλαγιά του βουνού, σχεδόν μέσα στον βράχο, βρίσκεται το μικρό κάθισμα της Αγίας Τριάδος (1813).
Η Μονή αρχικά λειτουργούσε ως ανδρώα. Επί Οθωμανοκρατίας στην Μονή λειτουργούσε κρυφό σχολειό. Την περίοδο του Μακεδονικού αγώνος υπήρξε καταφύγιο των Μακεδονομάχων. Ο Παύλος Μελάς ως ζωέμπορος συγκαλεί τους πρώτους πυρήνες του Μακεδονικού αγώνος, τις επιτροπές Κλεισούρας, Λεχόβου και Γέρμας. Επίσης διέρχονται από αυτή και οι υπόλοιποι αρχηγοί: Βάρδας, Ρούβας, Φούφας για τις κατά των κομιτατζήδων επιχειρήσεις τους.
Οι Κλεισουριείς πάντοτε σε περιόδους κακών και θανατηφόρων επιδημιών επικαλούνται την βοήθεια και τις πρεσβείες της Παναγίας προς τον Υιό Της και Σωτήρα μας. Η πανώλη το 1836, η χολέρα το 1911 και η γρίπη το 1918 με την βοήθεια της Παναγίας εξεφυλίσθηκαν και υποχώρησαν. Η ιερά Μονή υπήρξε το Παλλάδιο της Κλεισούρας και των Κλεισουριέων σε στιγμές κατ΄ εξοχήν δύσκολες και απελπιστικές όπως κατά τις μεγάλες επιδρομές των Τουρκαλβανών (Γκέκηδων), κατά την πυρπόληση της Κλεισούρας από τους Οθωμανούς το 1912, κατά την εντός αυτής μάχη μεταξύ των συμμάχων και των Βουλγάρων τον Αύγουστο του 1916 (Α΄ παγκόσμιος πόλεμος), κατά την τρομερή και φρικιαστική σφαγή της 5ης Απριλίου 1944 από τους Γερμανοβουλγάρους κατά την οποία κατέφυγαν σε αυτή και σώθηκαν άνω των 500 γυναικοπαίδων, ως και κατά την περίοδο 1947-1949.
Η Μονή αναβίωσε ως γυναικείο κοινόβιο το 1992, επί αρχιερατείας του μητροπολίτου Καστορίας Γρηγορίου Γ΄ (1985-1996). Η Αδελφότητα ακολουθεί πιστά το πρόγραμμα της νυχθημέρου προσευχής και θείας λατρείας κατά το μοναχικό τυπικό. Στο καθολικό της Μονής είναι αποθησαυρισμένη η εφέστιος εικόνα της Παναγίας και τεμάχια λειψάνων πολλών Αγίων, αξιόλογη ως προς το περιεχόμενο είναι και η βιβλιοθήκη της Μονής.
Βιβλιογραφία:
1. C. Delvoue, Βυζαντινή Τέχνη, 1994.
2. Ιεράς Μονής Γενεθλίου της Θεοτόκου, Ιερά Γυναικεία Κοινοβιακή Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου, Κλεισούρα Καστοριάς, 1998.
3. -, (Πορφυρίου Σιμωνοπετρίτου, ιερομονάχου), Σοφία η ασκήτισσα της Παναγίας, 2005.
4. Κ. Καλοκύρη, Εισαγωγή εις την Χριστιανικήν και Βυζαντινήν Αρχαιολογίαν, 1985.
5. Ε. Λέκκου, Τα Ελληνικά Μοναστήρια, τ. 3, Αθήνα 1999.
6. Μ. Παπαμιχαήλ, Ιερά Μονή Παναγίας Κλεισούρας Δυτικής Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 1976.
7. Ν. Σχινά, Οδοιπορικαί Σημειώσεις Μακεδονίας, Ηπείρου, Νέας οροθετικής Γραμμής και Θεσσαλίας, τεύχ. Β΄, Οδοιπορικά Μακεδονίας, Εν Αθήναις 1886.
8. Γ. Χατζηκυριακού, Σκέψεις και εντυπώσεις εκ περιοδείας ανά την Μακεδονίαν, μετά τοπογραφικών, ιστορικών και αρχαιολογικών σημειώσεων, Εν Αθήναις 1906.