Σχετικά με σημερινά δημοσιεύματα που αμφισβητούν την αποτελεσματικότητα του μέτρου της συλλογής των αποδείξεων, εξαιτίας των αυξημένων επιστροφών φόρου, επισημαίνεται ότι:
– Η εφαρμογή του μέτρου, που θεσπίστηκε με το νόμο 3842/2010, είχε ως στόχο την έκδοση αποδείξεων, προκειμένου οι πολίτες να συνδράμουν στη μεγάλη προσπάθεια για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, που αποτελεί κλοπή από τον απλό φορολογούμενο και υπεξαίρεση των εσόδων ΦΠΑ της χώρας.
O στόχος αυτός επιτυγχάνεται. Είναι γεγονός και με βάση τα στοιχεία ότι υπήρξε βελτιωμένη συμμόρφωση στην έκδοση αποδείξεων και αυξημένη ευαισθητοποίηση των πολιτών. Οι πολίτες ζητούν τις αποδείξεις που τους αναλογούν, γιατί αλλιώς είναι ως να συναινούν οι ίδιοι στην φοροδιαφυγή τρίτων και στην τελική δική τους φορολογική επιβάρυνση.
– Τα δημοσιεύματα αποσιωπούν ότι με το νόμο 3842/2010, βασική πολιτική επιλογή της Κυβέρνησης ήταν η ελάφρυνση από πλευράς φόρου των εισοδημάτων μέχρι 40.000 ευρώ. Άρα, τυχόν πιστωτικά υπόλοιπα των δηλώσεων δεν συνδέονται μόνο με το μέτρο των αποδείξεων, αλλά και με την παραπάνω βασική πολιτική επιλογή της Κυβέρνησης.
Με την προσκόμιση των αποδείξεων σαφέστατα θα προκύψει ωφέλεια φόρου για τους φορολογούμενους, η οποία είχε υπολογιστεί και βρίσκεται εντός των προβλεπομένων στόχων.
– Τα νούμερα και τα στοιχεία τα οποία επικαλούνται τα δημοσιεύματα είναι αναληθή και δεν επαληθεύονται, καθώς ο μέσος όρος έναντι των δηλουμένων εισοδημάτων, προσεγγίζει ως ποσοστό το 28%.
Τέλος, υπογραμμίζεται για μία ακόμα φορά πως η υποβολή ειλικρινών δηλώσεων με πραγματικά στοιχεία είναι υποχρέωση των φορολογουμένων. Το Υπουργείο Οικονομικών θα προχωρήσει σε ελέγχους σε στοχευμένο και τυχαίο δείγμα, ειδικά σε περιπτώσεις όπου το ποσό των αποδείξεων απέχει από το μέσο όρο για το αντίστοιχο εισόδημα, καθώς και σε περιπτώσεις ποσό επιστροφής κάτω των 1500 ευρώ.
Για τις περιπτώσεις που θα διαπιστωθεί καταστρατήγηση του κινήτρου με δήλωση ανακριβών ποσών στις δηλώσεις εισοδήματος, είναι αυτονόητο ότι θα υπάρξουν οι συνέπειες που ορίζονται από το νόμο.